προκενεαγγώ

προκενεαγγώ
-άω, Α
κενώνω εκ τών προτέρων τα πεπτικά αγγεία, νηστεύω εκ τών προτέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + κενεαγγῶ «έχω τα αγγεία του σώματος κενά, νηστεύω, πεινώ»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”